- χοντροδουλεύω
- Ν1. κάνω ένα σκληρό επάγγελμα2. φτειάχνω κάτι βιαστικά και κακότεχνα3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χοντροδουλεμένος, -η, -οακαλαίσθητος, κατεργασμένος με άκομψο και άτεχνο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντροδουλεύω — χοντροδούλεψα, χοντροδουλεμένος 1. δουλεύω σκληρά. 2. φτιάχνω κάτι κακότεχνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοντροδουλεμένος — η, ο, Ν βλ. χοντροδουλεύω … Dictionary of Greek
χοντροδουλευτής — ο, Ν [χοντροδουλεύω] 1. αυτός που κάνει σκληρή δουλειά 2. αυτός που φτειάχνει κάτι βιαστικά και κακότεχνα … Dictionary of Greek
χοντροδούλευτος — η, ο, Ν [χοντροδουλευω] κακοφτειαγμένος, χοντροδουλεμένος … Dictionary of Greek